- προσωτέρω
- και πορρωτέρω Αεπίρρ. (συγκριτ. τ.) βλ. πρόσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσωτέρω — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) προσωτέρω further on irreg̱comp indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορρωτάτω — προσωτέρω further on attic (irreg̱superl indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώτατα — προσωτέρω further on irreg̱superl indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… … Dictionary of Greek
προσσοτέρω — Α επίρρ. βλ. προσωτέρω … Dictionary of Greek
πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… … Dictionary of Greek
προσωτάτω — πρόσω forwards irreg̱superl indeclform (adverb) προσωτέρω further on irreg̱superl indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώταθ' — προσώτατα , προσωτέρω further on irreg̱superl indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσώτατ' — προσώτατα , προσωτέρω further on irreg̱superl indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)